- σκοτώνομαι
- σκοτώνομαι, σκοτώθηκα, σκοτωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μαχαιροσκοτώνομαι — σκοτώνομαι με μαχαίρι ή κόβομαι με μαχαίρι («πολλούς γιαράδες έγιανα μαχαιροσκοτωμένους», δηλ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
αποθνήσκω — (AM ἀποθνῄσκω, (Μ κ. ἀποθνήσκω) 1. πεθαίνω 2. σκοτώνομαι 3. αποχωρίζομαι οριστικά από κάτι, το αποκηρύσσω οριστικά («ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ») αρχ. 1. πεθαίνω στα γέλια, πάω να σκάσω απ τα γέλια 2. φρ. «ἀποθνῄσκω τῷ δέει» πεθαίνω από τον φόβο μου.… … Dictionary of Greek
εναπόλλυμαι — ἐναπόλλυμαι (Α) φονεύομαι, σκοτώνομαι, πεθαίνω κάπου («νομίζοντες κέρδος τῷ δήμῳ, εἰ ἀποδημοῑεν και ἐναπόλοιντο», Ξεν.) … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… … Dictionary of Greek
θυσιάζω — θυσίασα, θυσιάστηκα, θυσιασμένος 1. προσφέρω κάτι ως θυσία σε θεότητα. 2. αποστερούμαι κάτι για χάρη κάποιου σκοπού: Θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα. ― Θυσίασε τα πάντα για χάρη της. 3. το παθ., θυσιάζομαι σκοτώνομαι, στερούμαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)